Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ие времена

  • 1 время

    время с 1) ο καιρός, η ώρα; ο χρόνος (тж. гром.) завтра в это \время αύριο τέτοια ώρα сколько \времяени? τι ώρα είναι; хорошо провести \время περνώ ευχάριστα τον καιρό 2) (период) η εποχή; времена года οι εποχές του χρόνου ◇ на \время για ορισμένο διάστημα, προσωρινά' в то \время как τον καιρό που; ενώ \время от \времяени πότε πότε со \времяенем με τον καιρό тем \времяенем στο μεταξύ
    * * *
    с
    1) ο καιρός, η ώρα; ο χρόνος (тж. грам.)

    за́втра в э́то вре́мя — αύριο τέτοια ώρα

    ско́лько вре́мени? — τι ώρα είναι

    хорошо́ провести́ вре́мя — περνώ ευχάριστα τον καιρό

    2) ( период) η εποχή

    времена́ го́да — οι εποχές του χρόνου

    ••

    на вре́мя — για ορισμένο διάστημα, προσωρινά

    в то вре́мя как — τον καιρό που; ενώ

    вре́мя от вре́мени — πότε πότε

    со вре́менем — με τον καιρό

    тем вре́менем — στο μεταξύ

    Русско-греческий словарь > время

  • 2 время

    1. (мера длительности происходящего, существующего) о χρόν/ος
    о καιρός, η διάρκεια
    с течением - ени με τον καιρό, με την πάροδο του - ου
    - вычисления - εκτέλεσης υπολογισμών, υπολογιστικός -
    гражданское - πολιτικός -, η πολιτική ώρα
    - записи - καταγρα-φής/εγγραφής
    истинное - астр. αληθής -
    -
    - перехода (из одного состояния в другое) - μετάβασης (από μια κατάσταση σε άλλη)
    - простоя - υπερα-ναμονής/καθυστέρησης
    среднее Гринвичское - см. всемирное -
    стояночное - οι ώρες αναμονής, η σταλία/οι στα-λίες
    ходовое - мор. πλεύσιμος -
    эфирное ο ραδιοχρόνος, η διάρκεια ραδιοεκπομπής
    эфемеридное астр. - των (αστρο)εφημερίδων
    2. грам. о χρόνος 3. (период, эпоха) η εποχ/ή
    времена года - ες του χρόνου.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > время

  • 3 былой

    был||ой
    прил παρελθών, παλη-ός, περασμένος:
    в \былойые времена́ στά παληά χρόνια, τό πάλαι; \былойая слава τά περασμένα μεγαλεία, ἡ παληά δόξα.

    Русско-новогреческий словарь > былой

  • 4 год

    год
    м
    1. (промежуток времени) ὁ χρόνος, ἡ χρονιά, τό ἐτος:
    текущий \год τό τρέχον ἐτος, ὁ φετεινός χρόνος· бюджетный \год τό οίκονομικόν ἔτος· учебный \год τό σχολικόν ἔτος, ἡ σχολική χρονιά· високосный \год τό δίσεκτο ἐτος· урожайный \год χρόνος πλούσιας σοδειάς· времена \года οἱ ἐποχές τοῦ ἐτους' \год рождения χρόνος γέννησης, ἐτος γεννήσεως· \год смерти ἡ ἡμερομηνία θανάτού ему́ три \года εἶναι τριῶν χρονῶν (ἐτῶν)· ему́ шестнадцатый \год εἶναι δεκαέξη χρονών (ἐτών), περπατά στά δεκάξη· в будущем \году́ τοῦ χρόνου, στό ἐπόμενο ἐτος· в прошлом \году́ πέρυσι, πέρσι, τόν περασμένο χρόνο, τό παρελθόν ἐτος· в позапрошлом \году́ πρόπερσι, τό προπαρελθόν ἔτος· Два \года тому́ назад δυό χρόνια πρίν, πρό δυό ἐτῶν два \года спустя μετά ἀπό δυό χρόνια· через \год μετά ἀπό ἕνα χρόνο· около \года ἕνα χρόνο περίπού два раза в \год δυό φορές τό χρόνο, δίς τοῦ ἐτους' из \года в \год κάθε χρόνο· \год от \году ἀπό χρονιά σέ χρονιά· \год за \годом κάθε χρόνο· за \год до... ἕνα χρόνο πρίν...· в течение \года μέσα στό χρόνο, στή διάρκεια τοῦ ἔτους· по истечении \года μετά παρέλευσιν ἐτους· с этого \года ἀπό φέτος, ἀπό τούτη τή χρονιά· в том же \году́ τόν ίδιο χρόνο, τό ἰδιο ἔτος· около \года ἕνα χρόνο περίπου· за (один) \год μέσα σ' ἕνα χρόνο, στή διάρκεια ἐνός ἔτοῦς·
    2. \год||ы мн. (эпоха, период времени) τά χρόνια, ὁ καιρός:
    детские \годы τά παιδικά χρόνια· двадцатые \годы τά χρόνια 20-30, ἡ τρίτη δεκαετηρίδα· люди сороковых \годо́в ἡ γενιά τοῦ σαράντα·
    3. \год||ы мн. (возраст) ἡ ήλικία, τά χρόνια:
    он в \годах εἶναι ἡλικιωμένος· в мой \годы στήν ἡλικία μου, στά χρόνια μου· ◊ Новый \год τό νέον ἔτος, ὁ καινούριος χρόνος, ἡ πρωτοχρονιά· с Новым \годом! Καλή χρονιά!, Καλή πρωτοχρονιά!, εὐτυχές τό Νέον ἔτος!· кру́г-лый \год ὁλοχρονίς, ὅλο τό χρόνο· без \году неделя разг, ар он. πολύ λίγο διάστημα.

    Русско-новогреческий словарь > год

  • 5 при

    при
    предлог с предл. п.
    1. (около, возле) δίπλα, κοντά, πλησίον, παρά:
    \при входе δίπλα στήν είσοδο· сад \при До́ме κήπος δίπλα στό σπίτι· битва \при Бородине ἡ μάχη τοῦ Μποροντινό·
    2. (в ведении, в подчинении) παρά, σέ:
    ресторан \при гостинице ἐστιατόριο στό ξενοδοχείο· ясли \при заводе ὁ βρεφικός σταθμός τοῦ ἐργοστασίου· находиться \при штабе εὐρίσκομαι στό ἐπιτελείο·
    3. (с собой) ἐπάνω μου, μαζί μου:
    иметь \при себе ору́жие ἔχω ἐπάνω μου ὅπλο· у меня нет \при себе денег δέν ἔχω μαζί μου χρήματα·
    4. (при обозначении условий, обстановки, сопутствующего обстоятельства) μέ / κατά (во время чего-л.) / σέ περίπτωση πού... (в случае чего-л.):
    \при выходе κατά τήν ἔξοδον \при переходе через у́лицу κατά τήν διάβασαν τοῦ δρόμου, διασχίζοντας τόν δρόμο· \при пожаре σέ περίπτωση πυρ-καιᾶς· \при таки́х обстоятельствах σέ τέ· τοιες συνθήκες, ὑπό τοιαύτας συνθήκας· \при таком здоровье μέ τέτοια ὑγεία[ν]· \при электричестве μέ ἡλεκτρικό φως· \при дневном свете στό φῶς τής ἡμέρας· \при помощи μέ τήν βοήθεια· \при условии ὑπό τόν ὅρον
    5. (в присутствии) μπροστά σέ, ἐνώπιον, ἐπί παρουσία:
    \при детях μπροστά στά παιδιά· \при свидетелях μπροστά σέ μάρτυρες, ἐνώπιον μαρτύρων
    6. (при наличии, несмотря на) παρά, παρ· ὅλο πού:
    \при всех его́ способностях παρ· ὅλες τίς Ικανότητες πού ἔχει· \при всем его́ уме μ'ὅλη τήν ἐξυπνάδα του· \при всем желании παρ' ὅλην τήν ἐπιθυμία μου· \при всем том παρ· ὅλο πού·
    7. (в эпоху, во времена) ἐπί, στήν ἐποχή, στά χρόνια:
    \при Иване Грозном ἐπί (или στήν ἐποχή) τοῦ Ίβάν τοῦ Τρομεροὔ· \при его́ жизни ὅταν ζοῦσε· ◊ быть при́ смерти εἶμαι ἐτοιμοθάνατος, πνέω τά λοίσθια· жнть \при родителях ζῶ μέ τους γονείς μου· я не \при деньгах δεν ἔχω τώρα χρήματα, εἶμαι ἀπένταρος· прилагая́ \при сем... συνημμένως...

    Русско-новогреческий словарь > при

  • 6 старый

    ста́р||ый
    прил
    1. παλιός/ γέρος, γηραιός, γηραλέος-(/τζ/ϊ. о человеке)·
    2. (прежний, давний) παλιός, παλαιός, ἀρχαΐος:
    \старыйые времена τά παλιά χρόνια, οἱ παλιοί καιροί· \старый стиль τό παλαιό στυλ, τό παλαιό ἡμερολόγιο· 3.

    Русско-новогреческий словарь > старый

  • 7 тяжелый

    тяжел||ый
    прил
    1. βαρύς:
    \тяжелый гру́з τό βαρύ φορτίο· \тяжелый чемодан ἡ βαρειά βαλί-τσα·
    2. (суровый) βαρύς/ αὐστηρός (строгий):
    \тяжелыйое наказание ἡ βαρειά ποινή· \тяжелыйая ответственность ἡ βαρειά εὐθύνη· \тяжелыйая вина τό βαρύ πταίσμα, τό σοβαρό σφάλμα· \тяжелыйое преступление τό βαρύ ἔγκλημα·
    3. (трудный, утомительный) δύσκολος, βαρύς, κουραστικός:
    \тяжелый труд ὁ βαρύς κόπος· \тяжелыйая работа ἡ βαρειά ἐργασία· \тяжелыйая задача τό δύσκολο καθήκο·
    4. (серьезный) σοβαρός:
    \тяжелыйая болезнь ἡ σοβαρή ἀσθένεια·
    5. (мучительный) δύσκολος, βαρύς, λυπηρός, θλιβερός:
    \тяжелыйое зрелище τό λυπηρό θέαμα· \тяжелыйое чу́вство τό βαρύ αίσθημα· \тяжелый день ἡ βαρειά ἡμέρα· \тяжелыйые времена οἱ δύσκολοι καιροί· ◊ \тяжелыйая промышленность ἡ βαρειά βιομηχανία· \тяжелыйая артиллерия τό βαρύ πυροβολικό· \тяжелый танк βαρύ ἄρμα μάχης· \тяжелыйое топливо ἡ βαρειά καύσιμη ὕλη· \тяжелыйое дыхание ἡ δύσκολη ἀναπνοή· \тяжелый сон ὁ βαρύς ὑπνος· \тяжелыйая голова τό βαρύ κεφάλι (άπ' τήν ἀϋπνία)· \тяжелый шаг τό βαρύ βήμα \тяжелый нрав ὁ ἰδιότροπος χαρακτήρας· \тяжелый на подъем ὁ τεμπέλης, ὁ δυσκίνητος· \тяжелый воздух ἡ βαρειά ἀτμόσφαιρα· \тяжелыйая пища ἡ δύσπεπτη τροφή· \тяжелыйая рука́ τό βαρύ χέρι· с \тяжелый-ым сердцем μέ βαρειά καρδιά.

    Русско-новогреческий словарь > тяжелый

  • 8 время

    -мени, πλθ. времена, -мен, -менам ουδ.
    1. χρόνος, χρονικό διάστημα (αιώνας, έτος, ώρες κλπ.). || ώρα•

    московское время ώρα Μόσχας•

    время обеда ώρα φαγητού•

    сколько -ни? πόσο εθν’ η ώρα; τι ώρα είναι; || καιρός, χρόνος•

    время идет ο καιρός κυλάει, τρέχει, φεύγει•

    в последнее время он пьет τελευταύα αυτός πίνει..- летит ο καιρός πετά (φεύγει)•

    время не вдет ο καιρός δεν περιμένει•

    долгое время πολύ καιρό, επί μακρόν χρόνον•

    в настоящее время τώρα,στον ενεστώτα (παρόντα) χρόνο•

    потерянное время ο καιρός που πάει χαμένος•

    мне время дорого για μένα ο χρόνος είναι ακριβός•

    не теряйте -ни даром μή χάνετε τον καιρό μάταια•

    выиграть время κερδίζω χρόνο•

    провести время περνώ τον καιρό•

    время покажет ο χρόνος θα δείξει•

    время работает на нас ο καιρός δουλεύει για μας (προς όφελος μας)•

    в любое время οποτεδήποτε, οποιαδήποτε ώρα•

    новые -на νέοι καιροί•

    во время войны τον καιρό του πολέμου•

    на некоторое время για λίγο καιρό•

    свободное время ο ελεύθερος χρόνος.

    2. η καιρική κατάσταση, ο καιρός•

    ненастное время ο συννεφιασμένος καιρός•

    довдливое время βροχερός καιρός•

    зимнее время χειμώνας-καιρός.

    3. εποχή•

    с непамятных -ен από αμνημονεύτους χρόνους•

    -на года οι εποχές του έτους.

    4. (φιλοσ.) ο χρόνος•

    пространство и время - основные формы бытия ο χώρος και ο χρόνος είναι οι βασικές μορφές της ύλης.

    5. (γραμμ.) χρόνος•

    настоящее время ο ενεστώτας χρόνος•

    будущее время μέλλοντας χρόνος•

    прошедшее время παρελθονταςχρόνος.

    εκφρ.
    во время оноπαλ. κάποτε•
    во все –на – για πάντα, για πάντοτε, παντοτινά•
    в первое время – κατ’ αρχήν, στην αρχή, αρχικά•
    в свое - – α) κάποτε στον καιρό του (στο παρελθόν), β) έγκαιρα (όταν χρειάζεται)•
    в скором -ни – πολύ σύντομα, γρήγορα•
    до -ни ή до поры до –ниπαλ. για την ώρα, ως ένα χρονικό διάστημα, ώσπου να έρθει ο καιρός, η περίσταση•
    до сего -ни – μέχρι τώρα, μέχρι αυτή τη στιγμή•
    ко -ни – έγκαιρα, στην προθεσμία•
    на время – προσωρινά•
    со -ем – με τον καιρό•
    все время – όλη την ώρα, συνεχώς, ακατάπαυστα, διηνεκώς•
    одно время – σε λίγο (χρόνο), εντός ολίγου•
    раньше -ни – πρόωρα, νωρίς•
    самое время – (απλ.) η καταλληλότερη ώρα, στιγμή•
    тем -ем – εν τω μεταξύ, στο αναμεταξύ, κατά το διάστημα αυτό•
    от -ни ή от -ни до -ни ή по -нам – κάποτε, πότε-πότε, κάπου-κάπου, που και που, από καιρό σε καιρό, κατά καιρούς, ενίοτε•
    в то время как... – ενώ, καθ’ όν χρόνον, αν και, μολονότι, μ’ όλο που•
    с течением -ни – με τον καιρό, με την πάροδο τουχρόνου.

    Большой русско-греческий словарь > время

  • 9 давний

    -яя, -ее, επ. παλιός•

    в -ие времена στα παλιά χρόνια•

    с -их пор από τα παλιά χρονιά.

    Большой русско-греческий словарь > давний

  • 10 новый

    επ., βρ: нов
    -а, -о; новейший.
    1. νέος, καινούριος•

    новый дом καινούριο σπίτι•новыйое платье καινούριο φόρεμα•

    -ое издание νέα έκδοση•

    -ые знакомства καινούριες γνωριμίες•

    новый учитель καινούριος δάσκαλος (στη θέση του προηγούμενου)•

    -ые времена νέοι καιροί•

    -ая жизнь νέα ζωή•

    новый картофель πατάτες νέας σοδειάς•

    -ая история ιστορία νεοτέρων χρόνων•

    -ые лица καινούρια πρόσωπα (άνθρωποι).

    2. πρόσφατος, τελευταίος•

    -ые события τελευταία γεγονότα•

    что -ого? τι το νεότερο;•

    ни-чегб -ого τίποτε το νεότερο.

    3. άγνωστος μέχρι τώρα•

    -ые впечатления νέες εντυπώσεις•

    я видел -ое животное είδα καινούριο ζώο.

    4. μοντέρνος, σύγχρονος•

    новый фасон καινούριο μοντέλο (κόψιμο).

    5. ουσ. ουδ. -ое το νέο, το καινούριο•

    борьба -ого со старым αγώνας του καιγούριου με το παλαιό.

    εκφρ.
    новый завет – η Καινή Διαθήκη•
    новый стиль – καινούριο ημερολόγιο•
    - ая -экономическая политика – νέα οικονομική πολιτική•
    вот (ещё) -ое дело! – να κι ένα καινούριο! (που δεν το περιμέναμε).

    Большой русско-греческий словарь > новый

  • 11 оный

    αντων. δεικτ. αυτός, εκείνος ακριβώς•

    оный день αυτήν ακριβώς τη μέρα.

    || ο ανωτέρω αναφερόμενος. || (αντων. προσωπική του 3 προσ. και μόνο στις πλάγιες πτ.)• так до отъезда в Москву, так и по возвращении из оной проживал в доме родителей τόσο πριν την αναχώρηση για τη Μόσχα, όσο και μετάτην επιστροφή απ αυτή ζούσε στο σπίτι των γονέων.
    εκφρ.
    во время оно; во времена они; в оны дни; в оны годы – εκείνο (αυτόν) τον καιρό εκείνους (αυτούς) τους καιρούς εκείνες (αυτές) τις μέρες εκείνα (αυτά) τα χρόνια.

    Большой русско-греческий словарь > оный

  • 12 отдалённый

    επ. από μτχ.
    μακρινός, αλαργινός απόμακρος απομακρυσμένος•

    отдалённый край απομακρυσμένη.περιοχή•

    -ые времена παλαιά χρόνια, παρωχημένοι χρόνοι•

    -ая древность η πολύ παλαιά (απώτατη) αρχαιότητα•

    -ое будущее το απώτατο μέλλον•

    -ое прошлое το μακρινό παρελθόν•

    -ое родство μακρινή συγγένεια•

    отдалённый родственник μακρινός συγγενής.

    || απόκεντρος. || ελάχιστος, ασήμαντος•

    -ое сходство ελάχιστη ομοιότητα.

    || αποξενωμένος αδιάφορος.

    Большой русско-греческий словарь > отдалённый

  • 13 переходчивый

    επ., βρ: -чив, -а, -о παλ. μεταβλητός, ευμετάβλητος• ασταθής•

    времена -ы οι καιροί αλλάζουν•

    всё -о в мире ολα στον κόσμο αλλάζουν.

    Большой русско-греческий словарь > переходчивый

  • 14 последний

    -яя, -ее
    επ.
    1. τελευταίος, τελικός• (υ)στερνός•

    последний дом на улице το τελευταίο σπίτι της οδού•

    последний параграф τελευταία παράγραφος•

    самый последний ο πιο τελευταίος, ακρο-τελευταίος, ο έσχατος.

    || επιθανάτιος•

    последний час η τελευταία ώρα ή στιγμή•

    -яя воля η επιθανάτια επιθυμία•

    последний вздох ξεψύχισμα.

    || ουσ. ουδ. -ее το τελευταίο•

    отдать и -ее δίνω,και το τελευταίο.

    2. νεότατος•

    -яя мода τελευταία μόδα•

    -ее слово техники η τελευταία λέξη της τεχνικής.

    3. τελειωτικός.
    4. κατώτατος, έσχατος• χείριστος, ο χειρότερος. || απρεπέστατος• υβριστικός.
    εκφρ.
    - ие времена – άσχημοι (δύσκολοι) καιροί•
    до -его – ως εκεί που δεν παίρνει άλλο.

    Большой русско-греческий словарь > последний

  • 15 прадедовский

    επ.
    του προπάππου, του προ-σπάππου•

    прадедовский сад κήπος του προσπάππου.

    || προπατορικός•

    -ие времена προπατορικά χρόνια.

    Большой русско-греческий словарь > прадедовский

  • 16 прейти

    прейду, прейдшь, παρλθ. χρ. прешл
    -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. прешедший ρ.σ. παλ. περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι. || φεύγω•

    -шли те времена πέρασαν εκείνοι οι καιροί.

    Большой русско-греческий словарь > прейти

  • 17 пройти

    пройду, пройдёшь, παρλθ. χρ. прошёл, -шла, -шло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пройденный, βρ: -ден, -а, -о κ. пройденный, βρ: -ден, -дена, -дено; επιρ. μτχ. пройдя
    ρ.σ.
    1. περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι•

    войска -шли через город τα στρατεύματα πέρασαν από την πόλη•

    пройти вперёд περνώ μπροστά.

    || διανύω, διασχίζω, διατρέχω•

    пройти большой путь περνώ (διανύω) μεγάλο δρόμο (απόσταση).

    || μεταβαίνω, πηγαίνω περνώ•

    оратор -шёл к трибуне ο ρήτορας πέρασε για το βήμα.

    || διαδίδομαι, ξαπλώνομαι• περνώ•

    -шла весть о победе διαδόθηκε είδηση για τη νίκη•

    -шёл слух διαδόθηκε φήμη (φημολογήθηκε).

    || μτφ. περνώ γρήγορα και χάνομαι•

    по её губам -шла улыбка στα χείλη της πέρασε ένα χαμόγελο.

    2. αφήνω περνώντας, αποφεύγω, παρακάμπτω. || προσπερνώ, αφήνω πίσω μου•

    они -шли деревню αυτοί πέρασαν το χωριό.

    3. πέφτω, ρίχνω•

    -шёл град έπεσε χαλάζι•

    -шёл дождь έβρεξε•

    -шёл снег χιόνισε.

    || διαπερνώ, διαποτίζω•

    чернила -шли бумагу η μελάνη πέρασε το χαρτί..

    διεξάγομαι, γίνομαι•

    собрание -шло хорошо η συνέλευση διεξήχτηκε καλά.

    || προχωρώ, προβαίνω•

    пройти в горную породу περνώ μέσα στο πέτρωμα.

    || δουλεύω, φτιάχνω•

    пройти грядку φτιάχνω βραγιά.

    4. διέρχομαι, γίνομαι•

    здесь -дёт железная дорога εδώ θα περάσει σιδηροδρομική γραμμή.

    5. γίνομαι δεκτός, προσλαμβάνομαι(με ψηφοφορία κ.τ.τ.)• пройти в партию περνώ στο κόμμα.
    6. αλείφω•

    пройти потолок мелом περνώ την οροφή με κιμωλία•

    пройти раму лаком περνώτο πλαίσιο με βερνίκι.

    7. υποφέρω, υπομένω, αντέχω•

    они -шли много испытаний и страданий αυτοί πέρασαν πολλές δοκιμασίες και πολλά βάσανα.

    8. (για χρόνο) διαβαίνω, περνώ•

    -шли те времена πέρασαν εκείνα τα χρόνια.

    || τελειώνω, περατώνομαι, διεξάγομαι παίζομαι•

    опера -шла с большим успехом το μελόδραμα παίχτηκε με μεγάλη επιτυχία.

    9. εκπληρώνω•

    военную службу περνώ τη στρατιωτική θητεία•

    пройти практику περνώ την πρακτική•

    пройти курс лечения κάνω θεραπεία.

    || τελειώνω•

    пройти школу περνώ το σχολείο.

    10. μαθαίνω, διδάσκομαι•

    пройти букварь περνώ το αλφαβητάριο•

    пройти ис-торую древней Греции περνώ την ιστορία της αρχαίας Ελλάδας.

    11. σταματώ, παύω•

    дождь быстро пройтишёл η βροχή γρήγορα πέρασε.

    || δεν υποφέρω•

    зубная боль -шла ο πονόδοντος πέρασε.

    εκφρ.
    пройти в жизнь – πραγματοποιούμαι στη ζωή, εφαρμόζομαι στην πράξη•
    пройти молчанием – αποσιωπώ, παρασιωπώ•
    это не -дт – αυτό δε θα περάσει.
    1. βαδίζω λίγο περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι.
    2. χορεύω•

    пройти русскую χορεύω ρωσικό χορό•

    пройти в кадрили χορεύω καντρίλια.

    3. περνώ πάνω σε κάτι.
    εκφρ.
    пройти по чей счт; пройти по чьему адресу – θίγω, προσβάλλω κάποιον άθελα (λέγω κάτι απρεπές).

    Большой русско-греческий словарь > пройти

  • 18 тугой

    επ., βρ: туг, туга, туго; туже.
    1. τεντωμένος, τεταμένος• σφιχτός• συνεσφιγμένος•

    -ая струна τεντωμένη χορδή•

    тугой пояс σφιχτή ζώνη•

    тугой узел σφιχτός κόμπος•

    -йе косы σφιχτοπλεγμένες κοσίδες•

    тугой канат σφιχτο-πλεγμένο καραβόσχοινο.

    2. φουσκωμένος, τεζαρ ισμένος, καργαρ ισμένος.
    3. μτφ. δύσνους κλπ. ουσ. βλ. тугодум. || αργός, βραδύς, δύσκολος.
    4. μτφ. περιορισμένος, συγκρατημένος•

    тугой человек σφιχτός άνθρωπος.

    || μτφ. δύσκολος, βαρύς•

    -йе времена τα δύσκολα χρόνια.

    εκφρ.
    тугой карман (кошелк, мошна) – φούσκα (κάργα) η χρηματοσακκούλα•
    тугой на ухо – βαρύκουος.

    Большой русско-греческий словарь > тугой

См. также в других словарях:

  • Времена года (значения) — Времена года, или сезоны,  4 части года, определяемые по календарным или климатическим признакам. «Времена года»  цикл из 4 скрипичных концертов Антонио Вивальди. «Времена года»  цикл фортепианных произведений… …   Википедия

  • времена — изменились • изменение, субъект времена меняются • изменение, субъект времена настали • действие, субъект, начало времена переменились • изменение, субъект времена пришли • действие, субъект, начало наступают времена • действие, субъект, начало… …   Глагольной сочетаемости непредметных имён

  • Времена — Заставка программы (2000 2003) …   Википедия

  • Времена года (фильм) — У этого термина существуют и другие значения, см. Времена года (значения). Времена года Жанр документальный фильм Режиссёр Артавазд Пелешян В главных ролях …   Википедия

  • Времена не выбирают — Жанр мюзикл Автор Михаил Швыдкой, Алексей Кортнев Композитор Юрий Потеенко Режиссёр Дмитр …   Википедия

  • Времена сердца (фильм) — Времена сердца Seasons Of The Heart Жанр мелодрама Режиссёр Ли Грант Продюсер Джозеф Фьюри …   Википедия

  • Времена Года (фильм) — Времена года Жанр документальный фильм Режиссёр Артавазд Пелешян В главных ролях   Оператор Михаил Вартанов Страна СССР …   Википедия

  • Времена Харви Милка — The Times of Harvey Milk …   Википедия

  • Времена года (альбом) — Времена года Мини альбом группы Пилот Дата выпуска 2003 Записан 2003 Жанр Рок Страна …   Википедия

  • времена года — (весна, лето, осень, зима), деление года на периоды в соответствии с видимым движением Солнца по небесной сфере (по эклиптике) и сезонными изменениями в природе. Смена времён года обусловлена движением Земли по орбите вокруг Солнца и наклоном её… …   Энциклопедический словарь

  • Времена сердца — Seasons Of The Heart Жанр мелодрама Режиссёр Ли Грант Продюсер Джозеф Фьюри …   Википедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»